κατσούφιασμα

κατσούφιασμα
το состояние по гл. κατσουφιάζω

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "κατσούφιασμα" в других словарях:

  • κατσούφιασμα — το [κατσουφιάζω] η κατήφεια, η σκυθρωπότητα …   Dictionary of Greek

  • μούτρωμα — το [μουτρώνω] κατσούφιασμα, σκυθρώπασμα, που προέρχεται από έκδηλη δυσαρέσκεια …   Dictionary of Greek

  • σκουντούφλιασμα — το, Ν [σκουντουφλιάζω] κατσούφιασμα, συνοφρύωση, σκυθρωπασμός …   Dictionary of Greek

  • σκυθρωπασμός — ὁ, Α [σκυθρωπάζω] η κατάσταση και το αποτέλεσμα τού σκυθρωπάζω, κατήφεια, κατσούφιασμα («καὶ μειδίαμα καὶ σκυθρωπασμὸς αὐτῶν... ἔχει τινὰ καρπὸν ὠφέλιμον», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • κατήφεια — η σκυθρωπότητα, κατσούφιασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»